ὑπέρλευκος

ὑπέρλευκος
ὑπέρλευκος
exceeding white
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υπέρλευκος — η, ο / ὑπέρλευκος, ον, ΝΜΑ κατάλευκος, υπέρμετρα λευκός …   Dictionary of Greek

  • ὑπέρλευκον — ὑπέρλευκος exceeding white masc/fem acc sg ὑπέρλευκος exceeding white neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέρλευκοι — ὑπέρλευκος exceeding white masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ή, ό (AM λευκός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”